- αμπαλάρω
- αμπαλάρω, αμπαλάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αμπαλάρω — συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. άρω. ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος] … Dictionary of Greek
αμπαλάρω — (λ. γαλλ.), ισα και α, ίστηκα, ισμένος, συσκευάζω σε δέμα: Τα βιβλία δεν έπαθαν ζημιά, γιατί τα είχαν καλά αμπαλάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαλάρω — συσκευάζω πράγματα, αμπαλάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπαλάρω*, με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
αμπαλάζ — το 1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο 2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω] … Dictionary of Greek
αμπαλάρισμα — το [αμπαλάρω] συσκευασία σε δέματα ή κιβώτια … Dictionary of Greek
συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… … Dictionary of Greek
σιγουρεύομαι — σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιγουρεύω — σιγουρεύω, σιγούρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω που… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής